μεριμνητάς

μεριμνητάς
μεριμνητά̱ς , μεριμνητής
one who is anxious about
masc acc pl
μεριμνητά̱ς , μεριμνητής
one who is anxious about
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεριμνητής — μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) [μεριμνώ] αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται αρχ. 1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.) 2. μαθητής 3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί οἱ φιλόσοφοι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”